υποξαιμία

υποξαιμία
η, Ν
ιατρ. ελάττωση τής μερικής τάσης τού οξυγόνου στο αρτηριακό αίμα, ελάττωση που αποτελεί το αρχικό στάδιο τής ανοξαιμίας και οδηγεί σε μείωση τής περιεκτικότητας τών ιστών σε οξυγόνο, με ψυχική και σωματική συμπτωματολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypoxemia < υπ(ο)-* + οξ(υ)-* + -αιμία (< αίμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκλαμψία — Επικίνδυνο σύνδρομο που προσβάλλει τις γυναίκες κατά την κύηση, τον τοκετό ή τη λοχεία. Το 85% των περιπτώσεων παρατηρείται στις πρωτότοκες και κυρίως κατά τους τρεις τελευταίους μήνες της κύησης ή 48 ώρες έως έξι εβδομάδες μετά τον τοκετό. Ο… …   Dictionary of Greek

  • υποαερισμός — ο, Ν ιατρ. ελάττωση τού όγκου τών αερίων που ανταλλάσσονται με την αναπνοή μεταξύ τού αίματος και τών πνευμονικών κυψελίδων, ελάττωση η οποία δημιουργεί υποξαιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + αέρας + ισμός*. Η λ. είναι αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”